περίην — περί ἵημι Ja c io imperf ind act 1st sg (homeric ionic) περί̱ην , περί ἵημι Ja c io imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίδαγμα — το (ΑΝ) [διδάσκω] μάθημα, απόδειξη, διδασκαλία («τα διδάγματα τού Ευαγγελίου») νεοελλ. 1. επιστημονικό ή φιλοσοφικό πόρισμα, κανόνας, αξίωμα, δόγμα («ηθικό, φιλοσοφικό δίδαγμα») 2. μάθημα που βασίζεται στην πείρα («τα διδάγματα τής ιστορίας») αρχ … Dictionary of Greek
περίειμι — (I) ΜΑ επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ. β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.) αρχ. 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.) 2. υπερέχω,… … Dictionary of Greek